Δευτέρα 5 Σεπτεμβρίου 2011

ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΗΘΟΣ


                                             
                                                       ΓΛΩΣΣΑ ΚΑΙ ΗΘΟΣ
                (Ἀπάντησις στόν κ. Νίκο Σαραντάκο)

  Ὁ κ. Ν. Σαραντάκος παρουσίασε κείμενο του, γιά τόν «Μῦθο τῶν 6 ἑκ. λέξεων» (τῆς ἑλληνικῆς γλώσσας). Περιέχει:
α) Μίαν ὀρθήν ἐπισήμανσιν
β) Ἕναν ἀνεπίτρεπτον ἰσχυρισμόν
γ) Μίαν ἀπρέπειαν.

α). Ὀρθῶς ἐπισημαίνει ὅτι ἡ ἀποθησαύρισις ἀπό τό πανεπιστήμιο τῆς Καλιφόρνιας 6 ἑκ. ἑλληνικῶν λέξεων δέν συνεπάγεται ὅτι τόσες λέξεις ἔχει ἡ γλὠσσα μας. Διότι τό πανεπιστήμιο ἀπεθησαύρισε ἔργα τῆς Ἑλληνικῆς Γραμματείας πού ἀποτελοῦνται ἀπό 6 ἑκ. λέξεις, ἀλλά ἡ ἴδια λέξις, ὅπως εἶναι φυσικό ἐπαναλαμβάνεται πολλάκις. Ἔχει λοιπόν δίκαιο. Ὅμως ἡ ἀρχική ἀνακοίνωσις τοῦ πανεπιστημίου ὅπως κατεχωρήθη σέ διεθνῆ καί ἑλληνικά ἔντυπα, δέν τό διευκρίνιζε. Καί ἐδημιουργήθη ἐσφαλμένη ἐντύπωσις. Ἤδη καί εγώ εἶχα διαπιστώσει τό λάθος.

β). Ὁ κ. Σαραντάκος ὅμως, δέν ἀρκεῖται στήν ἐπισήμανσιν. Ἐκμεταλλεύεται τό λάθος γιά νά δώση τόν ἰσχυρισμόν ὅτι ἡ ἑλληνική δέν εἶναι ἡ ἀρχαιότερη, πλουσιότερη, καλύτερα ὠργανωμένη ἀπό τίς ἰαπετικές γλῶσσες. Ἀμφισβητεῖ ἀκόμη καί τό ὅτι ἔχει λεξιλόγιο πλουσιότερον τῆς ἀγγλικῆς. Καί βάλλει κατά τῶν «ἑλληναράδων» «ἐθνικιστῶν»  καί γιά τήν ἐκτίμησί τους πρός τήν γλώσσα μας. Ἐφαρμόζει ἕνα τέχνασμα κοινῆς προπαγάνδας = ἐπισημαίνει στά 100 λεγόμενα τοῦ ἀντιπάλου του, 1 σφάλμα καί τό γενικεύει γιά νά καταρρίψη τό σύνολον τῶν ἐπιχειρημάτων τῆς ἄλλης πλευρᾶς, χωρίς νά τά ἐξετάζη. Ἡ γενίκευσις ὅμως συνιστᾶ μέγιστον πνευματικόν ἁμάρτημα, διότι δι’αὐτῆς τά πάντα διαστρέφονται. Θυμίζει τόν Ἄγγλον πού ἀπό τό φινιστρίνι τοῦ πλοίου, εἶδε σέ γαλλικό λιμάνι μία γυναίκα χοντρή, πού φοροῦσε τσόκαρα, κρατοῦσε καλάθι μέ ψάρια καί μασουλοῦσε μῆλο. Καί ἔγραψε: «Οἱ Γαλλίδες εἶναι χοντρές, φορᾶνε τσόκαρα, τρῶνε μῆλα καί βρωμάνε ψαρίλα».
  Τό βιβλίο μου «Ἰνδοευρωπαῖοι ἤ Αἰγαῖοι;» ἔχει 250 σελίδες, τῶν 30 σειρῶν  ἤτοι 7.500 σειρές. Ἀπό αὐτές σέ 6, ἀναφέρω ὅτι τό παν. τῆς Καλιφόρνια ἀπεθησαύρισε 6 ἑκ. λέξεις τῆς ἑλληνικῆς, παραθέτω δηλαδή τήν ἀνακοίνωσιν τοῦ πανεπιστημίου. Ὁ κ. Σαραντάκος, ἀπό αὐτές τίς 6 γραμμές, ὁδηγεῖται στήν ἀπόρριψιν τῆς ὑπεροχῆς τῆς ἑλληνικῆς. Ὅλα τά ἄλλα γραφόμενά μου, τά ἀγνοεῖ.
  Ἀσχέτως, ὅμως πρός τήν ὀρθήν ἐπισήμανσίν του, ἡ ἑλληνική εἶναι ἡ ὑπερέχουσα γλώσσα, ἡ ὁποία ἐπηρέασε βαθύτατα καί πολλαπλῶς ὅλες τίς ἰαπετικές γλῶσσες (τίς ἐσφαλμένως ἀποκληθεῖσες «ἰνδοευρωπαϊκές»). Ἐπειδή ἀμφισβητεῖ ὅτι ἡ ἑλληνική ἔχει μεγαλύτερο λεξιλόγιο ἀπό τήν …ἀγγλικήν, δέν ἔχει παρά νά ἀντιπαραβάλη λεξικά τῶν δύο γλωσσῶν καί καθώς εἶναι ἱκανότατος στήν ἀριθμητική, νά μετρήση.
  Ὁ καθηγητής (Ὀξφόρδης) R. Livingstone γράφει ὅτι προσπερνώντας, σέ δρόμο τοῦ Λονδίνου, τό Lyric Theatre, διαπίστωσε ὅτι ἀνέβαζε μίαν tragedy καί μίαν comedy στίς ὁποῖες προηγεῖτο prologue. Τά ἔργα εἶχαν dialogues, characters, metres, choros, orchestra. Καί συνεχίζει τήν παράθεσιν λέξεων ἐκ τῆς ἑλληνικῆς: elegia, dramatic, didactic, poetry, history, biography, rhetoric, aesthetic, epigram κλπ. Καί ἐξηγεῖ: «Ὅταν ἐμφανίσθηκε Ὅμηρος, εὐρωπαϊκή φιλολογία δέν ὑπῆρχε» (“The Legacy of Greece”, 1921).
  γλώσσα τοῦ Ὁμήρου, εἶναι τόσον ὑψηλοῦ ἐπιπέδου, ὥστε προϋποθέτει ἐξέλιξιν χιλιετιῶν. Ἔχει 3 ἀριθμούς, 8 πτώσεις ὀνομάτων καί 8 χρόνους ρημάτων. Πόσες πτώσεις ἔχουν σήμερα οἱ διάφορες γλῶσσες καί πόσους χρόνους; ( Ἡ ἑβραϊκή λ.χ. ἔχει 2 χρόνους) ἐνῶ οἱ σημιτικές γραφές ἐξακολουθοῦν νά στεροῦνται φωνηέντων). Ὁ Snell Bruno διαπιστώνει: «Ἡ ἑλληνική γλώσσα εἶναι τό παρελθόν τῶν Εὐρωπαίων» («Ἡ Ἀνακάλυψις τοῦ Πνεύματος» 1975). Ὁ G. Murray, καθ. παν. Ὀξφόρδης γράφει: « ἑλληνική εἶναι τελειότερη γλώσσα» (“The Value of Greece to the future of the World” 1929).
  Ἡ ἑλληνική εἶναι ἡ ἀρχαιότερη γλώσσα, ἡ πρώτη πού ἐξεφράσθη γραπτῶς, αὐτή πού ἔχει τίς περισσότερες μη δάνειες λέξεις. (D. Page «Ἰλιάς καί Ἱστοριά») Εἶναι αὐτή πού ἔδωσε τίς ὀνομασίες ζώων, φυτῶν, καρπῶν, αὐτή πού ἐπηρέασε τήν  γενετική σύνθεσι τῶν ἰαπετικῶν γλωσσῶν, ἡ ἔχουσα τίς περισσότερες «πρωτογενεῖς» λέξεις (=μη συμβατικό νόημα), αὐτή ἀπό τήν ὁποίαν προέκυψαν γλωσσολογία (Πλάτων «Κρατύλος ἤ περί ὀνομάτων ὀρθότητος λογικός», ἡ γραμματική (Διονύσιος ὁ Θράξ τοῦ ὁποίου τό ἐγχειρίδιον ἐδιδάσκετο στά ἀγγλικά σχολεῖα ὡς τό 1901), αὐτή μέ τήν ὁποίαν ἐξεφράσθησαν οἱ μεγαλύτερες διάνοιες.
  Πρίν ἀπό τόν Ὅμηρο ὑπῆρξαν πολλοί ποιητές καί πολλές ποιήτριες (βλέπε στό βιβλίο μου «Ἔρευνες γύρω ἀπό τόν Ὅμηρο» 1997). Πού σημαίνει ὅτι ἡ ἑλληνική τοῦ Ὁμήρου εἶχε ἤδη μεγάλην ἱστορία καί οἱ ἰδέες του πιστοποιοῦν ὅτι ἔρχονται ἀπό μεγάλο πολιτισμό. «Ἡ Ὁμηρική ἀντίληψις γιά τόν ἄνθρωπο εἶναι ἡ πρώτη βαθμίς τῆς εὐρωπαϊκῆς σκέψεως» (Snell Bruno). Αὐτά, ὅταν οἱ Εὐρωπιδεῖς χρησιμοποιοῦσαν γλῶσσες ὑποτυπώδεις.
  Ὁ κ. Σαραντάκος τά ἀμφιβητεῖ ὅλα αὐτά μέ μέσον τόν «μῦθο τῶν 6 ἑκ. λέξεων». Εἶναι ὀπαδός τοῦ ἰσοπεδωτικοῦ ἐξισωτισμοῦ. Ἀρνεῖται τήν ὕπαρξιν διαφορῶν. Λαοί, ἔθνη, φυλές, ἄτομα, γλῶσσες, θρησκεῖες, ἤθη, πολιτισμοί εἶναι ἴσοι. Δέν δέχεται τήν ὕπαρξιν ἀνισότητος ἀξίας. Ἀλλά, χωρίς τήν ἀνισότητα δέν θά ὑπῆρχε ἐξέλιξις. Τά πάντα θά ἔμεναν ἀκίνητα.
  Κάθε πρόσωπο κ.λ.π. εἶναι ἄξιον σεβασμοῦ. Αὐτό δέν σημαίνει ὅτι ὅλα τά πρόσωπα εἶναι ἴσης ἀξίας. Οὔτε οἱ λαοί.

γ). Ὁ κ. Ν. Σαραντάκος εἶναι ἐμπαθής. Γιά λόγους πού ἀδυνατῶ νά κατανοήσω, μισεῖ τούς θαυμάζοντες (ἔστω καί ὑπέρμετρα) τήν Ἑλληνικότητα. Καί τούς βομβαρδίζει μέ χαρακτηρισμούς «ἑλληναράς», «ἐθνικιστής», «περιθωριακός». Ἐμένα μέ ἀποκαλεῖ «χουντοδιανοούμενο». Ἀλλά τι σχέσιν ἔχουν τά πολιτικά πεπραγμένα ἑκάστου σέ μία μη-πολιτική συζήτησι ἤ καί διαφωνία; Κριτήριο τῆς ποιήσεως τοῦ Σεφέρη θά εἶναι ὅτι προΐστατο τῆς λογοκρισίας ἐπί Ι. Μεταξᾶ; Μιλώντας γιά τόν Ἔζρα Πάουντ ὡς ποιητή, θά ποῦμε ὅτι ἦταν «μεγάλος» ἤ «φασίστας»; Θά ἀποφανθοῦμε γιά τήν ἱκανότητα τοῦ Φόν Κάραγιαν νά διευθύνη ὀρχήστρα μέ ὁδηγόν μας ὅτι ἦταν μέλος τοῦ ναζιστικοῦ κόμματος; Σέ συζήτησι ἐπιστημονική εἶναι ἀνεπίτρεπτη ἡ προσφυγή σέ χαρακτηρισμούς ἄλλης κατηγορίας. Δέν θά ἀπορρίψουμε τίς ἰδέες ἀστρονόμου, μαθηματικοῦ ἤ ἰατροῦ στόν τομέα του ἐπειδή διαφωνοῦμε μέ τίς πολιτικές του ἀντιλήψεις. Ὡς ἐπιστήμων δέν κρίνεται κάποιος ἀπό τό τι ψηφίζει. Ἡ προσφυγή σέ χαρακτηρισμούς προδίδει ἀδυναμίαν ἐπιχειρημάτων. Καί ἀποτελοῦν μαρτυρία γιά τό ἦθος ἐκείνου πού προσφεύγει σ’αὐτήν.
                                                                   Γ. Γεωργαλᾶς.